πεζοδρομιακός

πεζοδρομιακός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πεζοδρόμιο: Πεζοδρομιακή συμπεριφορά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πεζοδρομιακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πεζοδρόμιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεζοδρόμιο. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ἀκρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”